- φθινύθω
- Α(ποιητ. τ.)1. (κυριολ. και μτφ.) καταστρέφω κάτι σταδιακά (α. «φθινύθουσιν ἕδοντες οἶκον ἐμόν», Ομ. Οδ.β. «οἵ μευ φθινύθουσι φίλην κῆρα», Ομ. Οδ.)2. καταναλώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό («οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.)3. (αμτβ.) καταστρέφομαι σιγά σιγά, φθείρομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθίνω (για τη μορφή φθινυ- τού θ., βλ. λ. φθίνω) + ενεστ. επίθημα -θω (πρβλ. πλή-θω: πί-μ-πλη-μι, φλεγ-έ-θω: φλέγω). Για το ζεύγος φθινύθω: φθινύω πρβλ. μινύθω: λατ. minuo (βλ. λ. μινύθω)].
Dictionary of Greek. 2013.